Ήταν ένα πρωί Κυριακής την ωραιότατη άνοιξη. Ο Γκέοργκ Μπένντεμανν, ένας νεαρός έμπορος, καθότανε στο ιδιαίτερο δωμάτιό του στον πρώτον όροφο κάποιου απ’ τα χαμηλά, λυόμενα σπίτια που τραβούσανε κατά μήκος του ποταμού σε μια μακρά σειρά, διαφέροντας σχεδόν μόνο στο ύψος και το χρώμα. Είχε μόλις τελειώσει μία επιστολή σ’ έναν φίλο της νιότης του που βρισκότανε στο εξωτερικό, την έκλεισε με παιγνιώδη αργοπορία κι ύστερα έβλεπε, με τον αγκώνα στηριγμένο στο γραφείο, απ’ το παράθυρο τον ποταμό, τη γέφυρα και τα υψώματα στην άλλη όχθη με το λιγοστό της το πράσινο.
Συλλογιζότανε πώς αυτός ο φίλος, ανικανοποίητος απ’ την πρόοδό του στον τόπο του, το είχε σκάσει κανονικά πριν από χρόνια για τη Ρωσία. Τώρα διατηρούσε ένα εμπορικό στην Αγία Πετρούπολη, που αρχικά είχε ξεκινήσει πολύ καλά, από καιρό όμως φαίνονταν ήδη να κόβουν οι δουλειές, όπως παραπονιόταν κατά τις όλο και πιο σπάνιες επισκέψεις του ο φίλος…
Voir l’article original 4 071 mots de plus
